Η μετάβαση των μαθητών από το Δημοτικό Σχολείο στο Γυμνάσιο
του φροντιστηρίου διαβάΖω

Η μετάβαση των μαθητών από το Δημοτικό Σχολείο στο
Γυμνάσιο
Η μετάβαση από το Δημοτικό Σχολείο στο Γυμνάσιο αποτελεί αλλαγή που δεν είναι ούτε αυτονόητη, ούτε ανώδυνη για τους μαθητές. Είναι μια σημαντική αλλαγή στη ζωή τους επειδή καλούνται να προσαρμοστούν όχι μόνο στην αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος και εκπαιδευτικής βαθμίδας, αλλά και να διαχειριστούν εκπαιδευτικά, συναισθηματικά και κοινωνικά θέματα, που προκύπτουν από αυτήν την αλλαγή, η οποία μάλιστα συμπίπτει και με την έναρξη της εφηβείας.
Τα θέματα αυτά θα μπορούσαμε να τα διακρίνουμε στα εξής:
- Θέματα εκπαιδευτικά, που συνδέονται με τις διαφορές των δύο βαθμίδων.
- Θέματα κοινωνικά, που σχετίζονται με την προσωπικότητα του κάθε μαθητή, με τους μαθητές ως ομάδα αλλά και με το πέρασμά τους στην εφηβεία.
Αν και το Δημοτικό και το Γυμνάσιο αποτελούν τμήματα της ενιαίας 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, οι διαφορές μεταξύ των δύο βαθμίδων είναι αρκετές και αφορούν:
- Τα αναλυτικά προγράμματα και το ωρολόγιο πρόγραμμα
- Τα νέα βιβλία, αλλά και τα νέα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται για πρώτη φορά στο Γυμνάσιο (π.χ. Αρχαία, Βιολογία…)
- Τους κανόνες λειτουργίας του Γυμνασίου και διαμόρφωσης του παιδαγωγικού κλίματος
- Τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών κ.ά.
Πράγματι, οι μαθητές φεύγουν από το οικείο, άνετο και ασφαλές περιβάλλον του Δημοτικού, χάνουν πιθανόν την κοινωνική ομάδα των συμμαθητών τους και αρχίζουν να εκτίθενται σε προκλήσεις και δυσκολίες που συνδέονται με τα μαθήματα, τη διαχείριση του χρόνου και τον φόρτο εργασίας1. Οι διδακτικές μέθοδοι είναι διαφορετικές, η εργασία στο σπίτι περισσότερη, η αξιολόγηση πιο απαιτητική. Είναι λογικό επομένως οι διαφορές αυτές να επηρεάζουν τη σχολική πορεία των μαθητών. Από έρευνες γνωρίζουμε ότι για το 10% των μαθητών αυτής της ηλικιακής ομάδας η αλλαγή σχολείου αποτελεί τραυματική εμπειρία και πολλά απ’ αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν προβλήματα που συνεχίζονται και στις υπόλοιπες τάξεις. Ένας αριθμός μαθητών δεν ολοκληρώνει ποτέ τη φοίτησή του2. Επίσης, κοινωνικά θέματα, όπως η ένταξη στην ομάδα των συνομηλίκων, η δημιουργία φιλίας, η εκδήλωση προβλημάτων σχολικής βίας και ιδιαίτερα του ηλεκτρονικού εκφοβισμού (cyberbulling), παίρνουν νέες διαστάσεις και αποκτούν άλλο περιεχόμενο στο Γυμνάσιο. Η απομάκρυνση από φίλους του Δημοτικού, η ανάγκη για νέες γνωριμίες, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, αλλά και το να γίνεται κάποιος ο νεότερος στο νέο σχολείο, ενώ ήταν ο μεγαλύτερος στο προηγούμενο, είναι πολύ σημαντικά στοιχεία αυτής της αλλαγής.
Η μετάβαση συμπίπτει ακόμα και με την πολύ σημαντική βιολογική αλλαγή στη ζωή των μαθητών, δηλαδή με το πέρασμά τους από την παιδική στην εφηβική ηλικία. Η μετάβαση στην εφηβεία δεν είναι πάντα ομαλή στη ζωή των παιδιών. Αυτή η περίοδος έχει συσχετιστεί με σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς και πτώση στη σχολική επίδοση ενός αριθμού μαθητών3. Εμπεριέχει άγχος, αγωνία και φόβο για όλους τους μαθητές, ακόμη και γι’ αυτούς που δεν εμφανίζουν δυσκολίες προσαρμογής μετέπειτα στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Μια κακή μετάβαση έχει συσχετιστεί με ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία μπορούν να πυροδοτήσουν μια αλυσίδα παρενεργειών, που θα επηρεάσουν τη μελλοντική επιτυχία και προσαρμογή των μαθητών4.
Το φαινόμενο των μεταβάσεων ως ζήτημα της εκπαιδευτικής πράξης αλλά και της εκπαιδευτικής πολιτικής έχει απασχολήσει αρκετά την εκπαιδευτική έρευνα. Σήμερα η έρευνα στρέφεται περισσότερο στον ίδιο τον μαθητή, στις ιδέες και τις αντιλήψεις που διαμορφώνει, στα συναισθήματα που βιώνει στη διαδικασία της μετάβασης, στα ερωτήματα που διατυπώνει και στα θέματα που τον απασχολούν. Μια ενδεικτική εικόνα μας δίνει η έρευνα της Χ. Κοσεγιάν στα Δωδεκάνησα5. Τα ερευνητικά αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μαθητές υφίστανται «σοκ μετάβασης» από τη μία βαθμίδα στην άλλη. Αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες με τα διαγωνίσματα (63%), την ποσότητα της ύλης (59%) και την αλλαγή της δομής της παρέας τους (43%). Βέβαια, ένα υποστηρικτικό και μη απειλητικό κλίμα στην τάξη βοηθά στην υπέρβαση των δυσκολιών, αλλά συχνά οι μαθητές ντρέπονται ή φοβούνται ακόμα και να ρωτήσουν κάτι που δεν κατάλαβαν τους καθηγητές τους. Ακόμα και αυτοί που δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα προσαρμογής αποδίδουν την ομαλή ένταξή τους στην επόμενη βαθμίδα, περισσότερο στην επίδραση και τη βοήθεια των δασκάλων που είχαν στο Δημοτικό και στις γνώσεις που είχαν πάρει από αυτούς (76%) και λιγότερο στις εξηγήσεις και στη βοήθεια που παρέχουν οι καθηγητές στην τάξη (62%).
Η μετάβαση του παιδιού από το Δημοτικό Σχολείο στο Γυμνάσιο δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά μια διαδικασία που έχει διάρκεια. Το στοιχείο της διάρκειας δίνει τη δυνατότητα των παρεμβάσεων ώστε η μετάβαση να γίνει όσο το δυνατόν πιο ομαλή και πιο επιτυχημένη. Η επιτυχία της εξαρτάται από την ετοιμότητα του παιδιού να αλλάξει σχολικό επίπεδο, αλλά κυρίως από την ετοιμότητα του σχολείου να εξασφαλίσει συνέχεια στην εκπαίδευσή του και ταυτοχρόνως να το υποστηρίξει στις πολλές αλλαγές που συμβαίνουν στη ζωή του.
Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα σχολεία τόσο στην Πρωτοβάθμια όσο και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση οργανώνουν δραστηριότητες με στόχο την ομαλή μετάβαση των μαθητών, όπως ομιλίες από ειδικούς, επισκέψεις σε Γυμνάσια κ.ά. Ωστόσο, δεν υπάρχουν οργανωμένα προγράμματα παρέμβασης από κεντρικούς εκπαιδευτικούς φορείς (π.χ., ΥΠΠΕΘ, ΙΕΠ) με στόχο την προετοιμασία των μαθητών για το Γυμνάσιο που να καλύπτουν τόσο το μαθησιακό όσο και το συναισθηματικό μέρος της μετάβασης, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες (π.χ., Βρετανία, Νέα Ζηλανδία, Κύπρος6 κ.α.).
Η προετοιμασία για τη μετάβαση πρέπει να αρχίζει νωρίς, όταν ο μαθητής είναι ακόμα στο Δημοτικό Σχολείο, και να περιλαμβάνει μια σειρά από δράσεις που αφορούν τον κοινωνικό, γνωστικό και συναισθηματικό τομέα. Μέσα από αυτές, ο στόχος είναι ο μαθητής να αναπτύξει γνώσεις και δεξιότητες που να τον ενδυναμώνουν ως προσωπικότητα και ως μέλος της ομάδας. Σε κάθε περίπτωση, αναφέρει ο Γκότοβος, στόχος είναι να φωτιστούν συγκεκριμένες διαστάσεις του πλαισίου σχολικής κοινωνικοποίησης και μάθησης εντός του οποίου συντελείται το πέρασμα από τη μία βαθμίδα στην άλλη, έτσι ώστε οι ενδογενείς και εξωγενείς συνιστώσες που το διαμορφώνουν να μετατοπιστούν από τη «σφαίρα του αυτονόητου» στη σφαίρα της «συνειδητής καταγραφής»7. Και καθώς η βασική φιλοσοφία που διέπει τη λειτουργία, την οργάνωση και τον ρόλο Δημοτικού και Γυμνασίου είναι αυτή των δύο σχολείων που λειτουργούν αυτόνομα, για την ομαλή μετάβαση των μαθητών θα πρέπει να υπάρξουν και αλλαγές σε ευρύτερο επίπεδο που να αφορούν τη διδασκαλία και τη μάθηση, όπως και τον ρόλο των εκπαιδευτικών. Οι αλλαγές αυτές σχετίζονται με την επιλογή των περιεχομένων και του όγκου της διδακτέας ύλης, τους τρόπους αναπλαισίωσής της και την υιοθέτηση των αρχών της διαφοροποιημένης διδασκαλίας8. Ιδιαίτερα η συμμετοχική, διαφοροποιημένη διδασκαλία αναδεικνύεται σήμερα ως «επείγον αίτημα» για το σχολείο, επειδή θα δώσει τη δυνατότητα σε όλους τους μαθητές να εμπλακούν με επιτυχία στη μαθησιακή διαδικασία, στοιχείο που θα αμβλύνει και τις δυσκολίες προσαρμογής τους κατά τη μετάβασή τους από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο.
Στη διαδικασία μετάβασης οι εκπαιδευτικοί αποτελούν τον «σημαντικό άλλο» ιδιαίτερα για το νέο περιβάλλον, τους «διαμεσολαβητές» που μπορούν να διευκολύνουν την είσοδο του παιδιού στον καινούργιο κόσμο του Γυμνασίου, μια είσοδο καθοριστικής σημασίας για τη μελλοντική του πορεία στην εκπαίδευση. Η εξειδικευμένη γνώση που διαθέτουν, η αρμοδιότητά τους στη διαπίστωση προβλημάτων συμπεριφοράς, η διατύπωση θετικών προσδοκιών για τους μαθητές, η ανατροφοδότηση και η οργάνωση ευέλικτων περιβαλλόντων μάθησης και υποστήριξης ασκούν σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη της σχολικής κοινωνικοποίησης των μαθητών9. Προβλήματα συμπεριφοράς που εμφανίζονται, όπως η μαθητική αδιαφορία, που παίρνει τη μορφή της διαμαρτυρίας, της ελάχιστης προσπάθειας, της απόσυρσης, δεν αντιμετωπίζονται με εντολές, συνεχείς παρατηρήσεις, νουθεσίες, επιβολή κυρώσεων κ.λπ. Συχνά αυτές οι μορφές αντιμετώπισης έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τον Bernstein10, προκειμένου να γίνει η κουλτούρα του εκπαιδευτικού τμήμα της συνείδησης του μαθητή, θα πρέπει πρώτα ο ίδιος ο δάσκαλος να ενσωματώσει την κουλτούρα του μαθητή στη δική του συνείδηση. «Ένας δάσκαλος “ανθρώπινος”, με τα συναισθήματά του, έτοιμος να ανταλλάξει τη γνώση του με τους μαθητές του είναι από τα θεμελιώδη αυτής της μετάβασης και στην παιδαγωγική του Σ. Φρενέ. Όπως αναφέρει η C. Beaunis «στο τέλος αυτής της πρώτης ημέρας, ο εκπαιδευτικός κάθισε στη θέση μιας μαθήτριας της τάξης για μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, για να συλλάβει καλύτερα τη ματιά των παιδιών αυτές τις πρώτες μέρες. Και κατέγραψε την πρώτη ημέρα αυτής της μαθήτριας…»11. Επιβάλλεται επομένως να υπάρχουν περιθώρια για διαφορετικούς τρόπους κατανόησης, για ποικιλία ερμηνευτικών σχημάτων σχετικά με τη μάθηση και για ανάδειξη της μοναδικότητας του κάθε παιδιού12. Η ποιότητα της «ανθρώπινης» επικοινωνίας ανάμεσα στον μαθητή και τον καθηγητή δεν μπορεί να περιορίζεται στην κάλυψη της διδακτέας ύλης και την αξιολόγηση13.
Τέλος, η μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο δεν είναι μια αλλαγή μόνο στη ζωή των παιδιών, αλλά και στη ζωή των γονιών. Όπως και με τις άλλες αλλαγές, χρειάζεται χρόνος, υπομονή και θετική στάση από την πλευρά τους. Το παιδί που εισπράττει απαισιοδοξία από το περιβάλλον του, που έχει διαμορφώσει χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι πιθανότερο να αντιμετωπίσει δυσκολίες σε αυτή τη μετάβαση απ’ ό,τι ένα παιδί που χαρακτηρίζεται από υψηλή αυτοεκτίμηση, που είναι αισιόδοξο και χαρούμενο.
Μια θερμή υποστήριξη από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς σε αυτή τη δύσκολη περίοδο θα βοηθήσει πολύ τα παιδιά σε αυτό το νέο τους ξεκίνημα.
- Δημητριάδου, Κ. (2011), «Από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο: Συνιστώσες της μετάβασης στο πλαίσιο συνάρθρωσης των σχέσεων μαθητή και σχολείου», Επιστημονική Επετηρίδα, τ.23, 69-105, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
- Ψάλτης, Ι. (2008), «Η μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο», Λευκωσία: Πάργα.
- Mackenzie, Ε., McMaugh, Α., and Macquarie, Κ. (2012), “Perceptions of primary to secondary school transitions: Challenge or threat?”, Issues in Educational Research, 22(3), 298-314.
- Rice, F., Frederickson, N. and Seymour, J. (2011), “Assessing pupil concerns about transition to secondary school”, “British Journal of Educational Psychology”, 8,1 244 – 263.
- Κοσεγιάν, Χ. (2010), «Έρευνα για τη μετάβαση των μαθητών από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο», στο Διαδίκτυο: http://www.characosseyan.com/2010/04/erevna-gia-ti-metavasi-ton-mathiton-apo-todimotiko-sto-gimnasio.
- Παρεμβατικό Πρόγραμμα: Ομαλή Μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, ΥΠΠΟ. Κύπρος, 2016.
- Γκότοβος, Α.Ε. (1997), «Παιδαγωγική Αλληλεπίδραση: Επικοινωνία και κοινωνική μάθηση στο σχολείο», Αθήνα, Gutenberg.
- Tomlinson, C.A. (2004), «Διαφοροποίηση της εργασίας στην αίθουσα διδασκαλίας. Ανταπόκριση στις ανάγκες όλων των μαθητών”, Αθήνα, Γρηγόρης.
- Morrison, L. (2005), “What can secondary pupils gain if they are involved in primary transfer?”, School Science Review, 87 (318), 75-82.
- Bernstein, B. (1991), «Παιδαγωγικοί κώδικες και κοινωνικός έλεγχος», Αθήνα, Αλεξάνδρεια.
- Φρενέ, Σ. (2017), «Ξεκινώντας με την παιδαγωγική Φρενέ. Γιατί; Πώς;», Αθήνα, Παιδαγωγική Ομάδα «Το Σκασιαρχείο», σελ. 53.
- Δημητριάδου, Κ., όπως στο 1.
- Ξωχέλλης, Π. (2005), «Ο εκπαιδευτικός στον σύγχρονο κόσμο», Αθήνα, Τυπωθήτω.